Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η παρεξήγηση

  • 1 παρεξήγηση

    [парэксигиси] ουσ. Θ. ложное толкование, искажение смысла, недоразумение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρεξήγηση

  • 2 недоразумение

    недоразумение с η παρεξήγηση, η παρανόηση· по \недоразумениею από παρεξήγηση
    * * *
    с
    η παρεξήγηση, η παρανόηση

    по недоразуме́нию — από παρεξήγηση

    Русско-греческий словарь > недоразумение

  • 3 недоразумение

    недоразумени||е
    с ἡ παρεξήγηση [-ις], ἡ παρανόηση [-ις]:
    по \недоразумениею ἀπό παρεξήγηση.

    Русско-новогреческий словарь > недоразумение

  • 4 недоразумение

    ουδ.
    1. παρανόηση,παρερμηνεία•

    объяснять недоразумение εξηγώ την παρανόηση.

    2. παρεξήγηση, μπέρδεμα, λάθος• δυσαρέστηση•

    по -ю από παρεξήγηση.

    Большой русско-греческий словарь > недоразумение

  • 5 неприятность

    θ.
    δυσάρεστο γεγονός παρεξήγηση•

    случилась маленькая неприятность συνέβηκε μικρή παρεξήγηση•

    какая -! τι (απροσδόκητο) κακό!•

    его ожидает неприятность τον περιμένει, κακό.

    Большой русско-греческий словарь > неприятность

  • 6 получаться

    получа||ться
    1. (по почте) ἔρχομαι, φθάνω, λαμβάνομαι, παίρνομαι·
    2. (как результат чего-л.) προκύπτω, βγαίνω, δημιουρ-γοῦμαι:
    \получатьсязтся, что... προκύπτει πώς..., συνάγεται ὅτι...· ничего́ не \получатьсяется δέν γίνεται (или βγαίνει) τίποτε· \получатьсяется недоразумение δημιουργείται παρεξήγηση.

    Русско-новогреческий словарь > получаться

  • 7 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 8 недоразумение

    [νινταραζουμιένιιε] ουσ. ο. παρεξήγηση

    Русско-греческий новый словарь > недоразумение

  • 9 недоразумение

    [νινταραζουμιένιιε] ουσ ο παρεξήγηση

    Русско-эллинский словарь > недоразумение

  • 10 неудовольствие

    ουδ.
    1. δυσαρέσκεια, κακοφαν ισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα•

    к великому моему -ю προς μεγάλη μου λύπη•

    выражать своё неудовольствие εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου•

    скрывать своё неудовольствие κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου•

    смотреть на что с -ем βλέπω κάτι με κακό μάτι.

    2. παλ. παρεξήγηση, δυσαρέστηση.

    Большой русско-греческий словарь > неудовольствие

См. также в других словарях:

  • παρεξήγηση — η 1. λαθεμένη εξήγηση, κακή ερμηνεία, παρανόηση: Έγινε κάποια παρεξήγηση και δε συναντηθήκαμε. 2. προσβολή, δυσαρέσκεια: Η παρουσία σου μπορεί να δημιουργήσει και καμιά παρεξήγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεξήγηση — και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, εως, ΝΑ [παρεξηγούμαι] εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση νεοελλ. 1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση») 2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι… …   Dictionary of Greek

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • αγνωμοσύνη — η (Α ἀγνωμοσύνη) νεοελλ. η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία αρχ. 1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι 2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία 3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία 4. έλλειψη …   Dictionary of Greek

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρέσκεια — η 1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος 2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τόν άκουσα με δυσαρέσκεια») 3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο 4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση …   Dictionary of Greek

  • κακοφανισμός — ο [κακοφανίζω] δυσαρέσκεια, παρεξήγηση, («μη προς κακοφανισμό σου» (του, σας, τους)» ας μη σού (τού, σάς, τούς) κακοφανεί …   Dictionary of Greek

  • μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρανόηση — ἡ / παρανόησις, ήσεως, ΝΑ [παρανοώ] νεοελλ. εσφαλμένη κατανόηση, πλάνη σχετικά με το νόημα που έχει κάτι, παρερμηνεία, παρεξήγηση αρχ. παράνοια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»